- ἱκετεύει
- ἱκετεύωapproach as a suppliantpres ind mp 2nd sgἱκετεύωapproach as a suppliantpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανικέτευτος — ἀνικέτευτος, ον (Α) αυτός που δεν ικετεύει … Dictionary of Greek
αντιλιτανεύω — ἀντιλιτανεύω (Α) ικετεύω κι εγώ αυτόν που με ικετεύει … Dictionary of Greek
δυσωπητικός — δυσωπητικός, ή, όν (AM) αυτός που ικετεύει επίμονα … Dictionary of Greek
θεόκλυτος — θεόκλυτος, ον (Α) 1. αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς 2. αυτός που εισακούστηκε από τον θεό 3. αυτός που έχει θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλυτος (< κλύω «ακούω»), πρβλ. ά κλυτος, ονομά κλυτος] … Dictionary of Greek
λιτήσιος — λιτήσιος, ον (Α) [λιτή] αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί … Dictionary of Greek
λιτανευτός — λιτανευτός, ή, όν (Α) [λιτανεύω] αυτός τον οποίο ικετεύει κάποιος … Dictionary of Greek
μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… … Dictionary of Greek
ναώ — ναῶ, όω (Α) [ναός] 1. φέρνω κάτι μέσα σε ναό 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναοῑ ικετεύει» … Dictionary of Greek
παρακαλεστής — ο [παρακαλώ] 1. άτομο που παρακαλεί, που ικετεύει κάποιον για κάτι 2. άτομο που ζητάει κοπέλα σε γάμο από την οικογένεια της με εντολή και για λογαριασμό άλλου, προξενητής … Dictionary of Greek
παρακλήτωρ — ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ μσν. παράκλητος· αρχ. 1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του 2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί 3. παρήγορος 4. (για τον Δία) ο ικέσιος 5. στον πληθ. οι παρακλήτορες α) (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek